-
1 λανθάνον
λανθάνωescape notice: pres part act masc voc sgλανθάνωescape notice: pres part act neut nom /voc /acc sg -
2 μῶμαι
Aμῶται Epich.117
; [ per.] 3pl.μῶνται Euph.157
; imper. (corr. Ahrens), prob. in Hsch.; [ per.] 3sg. opt. μῷτο Diotog ap.Stob.3.1.100; inf.μῶσθαι Thgn.771
, Pl.Cra. 406a, Jul. Or.7.219a; part.μώμενος A.Ch.45
, 441 (both lyr.), S.Tr. 1136, OC 836 (lyr.): [tense] aor.ἐμώσατο Hsch.
:—seek after, covet, c. acc., Thgn. l.c., etc.;τὸ ἀκριβές Diotog.
l.c.;τὸ λανθάνον Jul.
l.c.: c. inf. or abs., A. ll.cc. -
3 λανθάνω
λανθάνω, λήθω, ipf. (ἐ)λάνθανον, ἔληθον, λῆθεν, iter. λήθεσκε, fut. λήσω, aor. 2 ἔλαθον, λάθον, subj. redupl. λε- λάθῃ, mid. λήθομαι, ipf. λανθανόμην, aor. 2 λάθετο, redupl. λελάθοντο, opt. 3 pl. λαθοίατο, imp. redupl. λελαθέσθω, perf. λέλασται, part. λελασμένος: I. act., escape the notice of, τινά, the obj. of the Greek verb usually appearing as the subj. in Eng., οὐδέ σε λήθω, ‘nor dost thou ever fail to mark me,’ Il. 1.561, Od. 17.305; the thing that one does when somebody else fails to mark him is regularly expressed by the part., ἄλλον πού τινα μᾶλλον Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων | λήθω μαρνάμενος, σὲ δὲ ϝιδμεναι αὐτὸν ὀίω, ‘another perchance is likely enough to overlook my prowess, but you know it right well,’ Il. 13.272. The learner cannot afford to be careless about the above meaning and construction. Sometimes w. ὅτι or ὅπως, ὅτε, Il. 17.626. The redupl. aor. is causative, make to forget; τινά τινος, Il. 15.60.—II. mid., forget; τινός, Δ 12, Od. 3.224.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λανθάνω
См. также в других словарях:
λανθάνον — λανθάνω escape notice pres part act masc voc sg λανθάνω escape notice pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek